23 Αυγ 2011

Παγκόσμια κρίση χρέους και άνιση κατανομή του πλούτου - Νότης Μαριάς


Ζούμε ομολογουμένως ιστορικές στιγμές, καθώς η μεν Ευρωζώνη συνεχίζει να βυθίζεται στην κρίση δημόσιου χρέους κι οι δε ΗΠΑ, για πρώτη φορά μετά το 1941, απώλεσαν την κυρίαρχη πιστοληπτική τους ικανότητα, το περίφημο «ΑΑΑ», έχοντας πλέον βαθμολογηθεί με «ΑΑ+» από τον οίκο Standard & Poor’s. Οι εν λόγω εξελίξεις δημιούργησαν έντονες ανησυχίες για εμβάθυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που πλήττει την οικονομία από το 2008.


Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο η χρηματοπιστωτική κρίση, που προκλήθηκε λόγω των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, όσο και η κρίση δημόσιου χρέους στις ΗΠΑ και στις χώρες της Ευρωζώνης αποτελούν συγκεκριμένες εκφάνσεις της οικονομικής κρίσης, και όχι τη γενεσιουργό αιτία της.


Άνιση κατανομή πλούτου

Η παρούσα οικονομική κρίση στην ουσία οφείλεται στην ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, όπως εκφράστηκε ειδικότερα μέσα από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο, προκειμένου να «επιλύσει» τα ζητήματα που έθετε η παγκοσμιοποίηση, το άνοιγμα των εθνικών αγορών και ο διεθνής ανταγωνισμός, προέκρινε τη συμπίεση των μισθών ως το μοναδικό τρόπο για την αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. 


Μάλιστα, τη μείωση των μισθών προσπάθησε να την αντισταθμίσει με μια τεράστια επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο κλήθηκε να χορηγήσει δάνεια στους εργαζόμενους, προκειμένου οι ίδιοι να μπορέσουν να διατηρήσουν αμείωτη την αγοραστική τους δύναμη, κι έτσι να μην βυθιστεί η ζήτηση.

Κατ’ ακολουθία, στις ΗΠΑ, στην ΕΕ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις αποκόμισαν υπερκέρδη. Στο πλαίσιο αυτό, 93.000 άτομα, «που το καθένα τους έχει περιουσία τουλάχιστον 30 εκατ. δολαρίων και δεν αντιπροσωπεύει ούτε το 1% του αριθμού των εκατομμυριούχων, κατέχουν το... 35,5% του συνολικού πλούτου των εκατομμυριούχων – δηλαδή 13,8 τρις δολάρια» (Γιώργος Δελαστίκ, Το Έθνος,5/7/2010).

«Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βρετανία, από το 1999 και μέσα σε μία δεκαετία, οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες αύξησαν υπέρμετρα τα περιουσιακά τους στοιχεία, κι έτσι αυτά ξεπέρασαν το ΑΕΠ της χώρας αυτής κατά τέσσερις φορές» (Ισοτιμία, 5/12/2009, σελ. 33).

«Στις αρχές του 2007, πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η αξία των ακινήτων παγκοσμίως έφτασε στα 16 τρις δολάρια» (Το Βήμα, 11/2/2007, σελ. Β21).
Οι γερμανικές εξαγωγές εκτινάχθηκαν στα ύψη, ενώ ακόμη και οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί κοινής ωφέλειας παρουσίασαν αυξημένα κέρδη, με τη γαλλική επιχείρηση ηλεκτρισμού EDF να σημειώνει αύξηση καθαρών κερδών κατά 75%.

Κι ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επικέντρωνε τη δράση της κατά της αύξησης των αμοιβών των Ευρωπαίων εργαζομένων, η θέση των ευρωπαϊκών πολυεθνικών στην παγκόσμια κατάταξη των 1.200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων από πλευράς κεφαλαιοποίησης ενισχυόταν συνεχώς.

Ταυτόχρονα, στις αρχές του 2007 οι αγορές συνέχιζαν το ξέφρενο ράλι τους και οι επενδυτές των χρηματιστηρίων αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη (Η Ναυτεμπορική – The Wall Street JournalEurope, 22/2/2007, σελ. 17).

Αύξηση της φτώχειας και οικονομική κρίση 


Από την άλλη πλευρά ενισχύθηκε, όμως, παγκοσμίως η φτώχεια. Στην ΕΕ, με βάση στοιχεία του 2004, τουλάχιστον το 20% των πολιτών ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Στη Γαλλία το 13% του πληθυσμού ζούσε με λιγότερα από 670 ευρώ το μήνα, ενώ οι λαϊκές τάξεις, που αποτελούν το 34% του γαλλικού πληθυσμού, ζούσαν με λιγότερα από 1.150 ευρώ μηνιαίως.

Όπως παρατήρησε ο γνωστός οικονομολόγος Paul Krugman (New York Times, 2/4/2007), την τελευταία 25ετία το μέσο εισόδημα της μεσαίας τάξης στις ΗΠΑ αυξήθηκε σωρευτικά κατά 17%, ενώ εκείνο του πλουσιότερου 0,1% του πληθυσμού κατά 400%.

Κι ενώ υπήρξε συνεχής αύξηση του ΑΕΠ, αυτή συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη αύξηση της φτώχειας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «78 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ –δηλαδή το 16% του πληθυσμού και το 19% των παιδιών– απειλούνται σήμερα από τη φτώχεια», ενώ «το 2004 (...) περίπου 23,5 εκατομμύρια πολίτες έπρεπε να ζήσουν με λιγότερα από 10 ευρώ την ημέρα».

Περαιτέρω, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής, το 2008, για την κοινωνική κατάσταση στην Ένωση –πλην Βουλγαρίας, Μάλτας και Ρουμανίας–, 101,3 εκατομμύρια πολίτες στην Ένωση ζούσαν με λιγότερα από 22 ευρώ την ημέρα, σε σχέση με τους υπόλοιπους 356,5 εκατομμύρια πολίτες που ζουν στην ΕΕ – πλην των τριών προαναφερόμενων κρατών-μελών.

Η άνιση κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου και η συνακόλουθη μείωση των μισθών είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής δύναμης των εργαζομένων και την υποκατανάλωση, η οποία αποτέλεσε τη βασική αιτία της σημερινής οικονομικής κρίσης.


Διάσωση των τραπεζών και κρίση χρέους

Ακολούθησε η οικονομική κρίση του 2008 και η διάσωση των τραπεζών από τα διάφορα κράτη, μέσω της κοινωνικοποίησης των ζημιών των τραπεζών.

Το κόστος της κρίσης για τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ ανήλθε στο αστρονομικό ποσό των 17,5 τρις δολαρίων. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έδωσαν 5,3 τρις δολάρια σε διαφόρων ειδών ενισχύσεις στις τράπεζές τους. Στις ΗΠΑ το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας αύξησε αρχικά το έλλειμμα από 455 δις δολάρια, που ήταν το 2008, στο ποσό των 1,42 τρις δολαρίων ένα χρόνο αργότερα.

Η διάσωση των τραπεζών στις ΗΠΑ και στις χώρες της ΕΕ εκτίναξε στα ύψη τα κρατικά χρέη. Έτσι, το δημόσιο χρέος ανήλθε στο 119% του ΑΕΠ στην Ιταλία, στο 81,7% του ΑΕΠ στη Γαλλία και στο 83,2% του ΑΕΠ στη Γερμανία.

Η διαδικασία διάσωσης των τραπεζών οδήγησε στην περαιτέρω συγκέντρωση και συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και στη σταδιακή αποκατάσταση των υπερκερδών των τραπεζών. Έτσι, στην ΕΕ, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τουλάχιστον δεκαπέντε τράπεζες ξεπέρασαν σε μέγεθος τις εθνικές τους οικονομίες.

Στις ΗΠΑ, οι Goldman Sachs και JP Morgan Chase, αφού διασώθηκαν με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων και επέστρεψαν από 10 δις δολάρια που είχαν λάβει ως κρατική βοήθεια το 2009, κατέγραψαν αντίστοιχα 3,19 και 3,6 δις δολάρια κέρδη για το 2009 η καθεμία.
Στη συνέχεια, οι τράπεζες, έχοντας διασωθεί, επιτέθηκαν με κερδοσκοπικά παιχνίδια κατά των κρατικών ομολόγων, ανοίγοντας πλέον το δρόμο για την παγκόσμια κρίση δημόσιου χρέους.


Τα θεσμικά ελλείμματα της Ευρωζώνης 



Η παραπάνω κρίσιμη κοινωνικοοικονομική κατάσταση οδήγησε τους Al. Alesina και Fr. Giavazzi να υποστηρίξουν στο γνωστό βιβλίο τους The Future of Europe – Reform or Decline ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει πλέον με κατάρρευση, λόγω των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και της αδυναμίας της να αναλάβει συγκεκριμένη δράση. Αλλά και ο Jacques Delors, με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ΕΟΚ, επισήμανε αρκετά εύστοχα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος διάλυσης της Ένωσης, εάν δεν υιοθετήσει έγκαιρα τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Όμως, οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις δεν έχουν, φυσικά, τίποτε να κάνουν με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας που επέβαλε η Γερμανία, μέσω του δρακόντειου Συμφώνου Σταθερότητας και του Συμφώνου για το Ευρώ.

Απεναντίας, όπως έχουμε αναλύσει και στα «Επίκαιρα», οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να επικεντρωθούν στη δίκαιη ανακατανομή του πλούτου στο εσωτερικό κάθε κράτους-μέλους της Ευρωζώνης και στην εγκαθίδρυση ενός «δημοσιονομικού ομοσπονδισμού», μέσω του οποίου τα πλεονάσματα του γαλλογερμανικού άξονα θα επενδύονταν στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. 


Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ θα έπρεπε να αλλάξει στρατηγική και ρόλο και να ενεργεί ως ύστατος δανειστής, συμπεριλαμβανομένου του απεριόριστου δικαιώματος να κόβει χρήμα και να αγοράζει απευθείας από τα κράτη-μέλη κρατικά ομόλογα, συμβάλλοντας έτσι στην απρόσκοπτη αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους με χαμηλά επιτόκια, που, επί του παρόντος, θα μπορούσε να κινηθούν περί το 1,50%.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που πλήττει τον πλανήτη θέτει πλέον σοβαρά ζητήματα σε σχέση με τη λειτουργία της ΕΕ, στη φάση του ύστερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, μια και η οικονομική κρίση συνιστά εγγενή κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και όχι απλά αποτέλεσμα του καπιταλισμού-«καζίνο» ή, άλλως, του καπιταλισμού αγγλοσαξονικού τύπου και των ειδικότερων χρηματοπιστωτικών αστοχιών του.


  

ΗΠΑ: Από δανειστές μετατράπηκαν σε οφειλέτες ... 

Καθώς αλλάζει σταδιακά ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας, οι ΗΠΑ, από βασικοί πιστωτές των εθνών, έχουν μετατραπεί πλέον σε οφειλέτες.

Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, οι ΗΠΑ, λόγω του μεγέθους της εσωτερικής τους αγοράς, είχαν επιτύχει έναν ορθολογικό καταμερισμό εργασίας, γεγονός που τους έδωσε τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος παραγωγής, να επιβάλουν την απαιτούμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση των επιχειρήσεων και να αυξήσουν τον πλούτο της αμερικανικής οικονομίας.

Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μετατραπούν στο μεγαλύτερο παγκόσμιο πιστωτή. Τα δάνεια των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανήλθαν σε 9,5 δις δολάρια, εκ των οποίων 2,8 δις δολάρια προς τη Γαλλία, 1,6 δις δολάρια προς την Ιταλία και 4,3 δις δολάρια προς τη Μεγάλη Βρετανία. Ταυτόχρονα, οι αμερικανικές τράπεζες συνέχιζαν να δανείζουν αφειδώς τη Γερμανία, ακόμη και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Έτσι, με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ΗΠΑ αντικατέστησαν και τυπικά τη βρετανική αυτοκρατορία στα παγκόσμια δρώμενα.


Κινεζικό Μνημόνιο στην Ουάσιγκτον

Τώρα, όμως, η παγκόσμια ισχύς των ΗΠΑ και τα πρωτεία τους αμφισβητούνται – κυρίως από την Κίνα.

Έτσι, οι Κινέζοι, που αποτελούν τους μεγαλύτερους πιστωτές των ΗΠΑ, απαιτούν να επιβληθεί στην Ουάσιγκτον Μνημόνιο, προκειμένου να περιοριστούν δραστικά οι κοινωνικές αλλά και οι αμυντικές δαπάνες.

Και αν η μεν απαίτηση για μείωση των κοινωνικών δαπανών θα έκανε να... τρίζουν τα κόκαλα του Μάο, η απαίτηση για μείωση των αμυντικών δαπανών οφείλεται στο γεγονός ότι Κίνα και ΗΠΑ έχουν αποδυθεί σ’ έναν ξέφρενο στρατιωτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο του Ειρηνικού. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το κινεζικό Ναυτικό ενισχύει διαρκώς την παρουσία του στην περιοχή, στέλνοντας συνεχή μηνύματα προς τις ΗΠΑ.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ηγεσία των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποφύγει στο μέλλον την επιβολή σ’ αυτή Μνημονίου εκ μέρους των δανειστών της χώρας αυτής ... 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 11/08/2011