Η κρίση χρέους που έχει αρχίσει να πλήττει σοβαρά την Ιταλία αναμένεται να επηρεάσει τη χώρα μας τόσο θετικά όσο και αρνητικά.
Θετικά, επειδή καταδεικνύει ότι η κρίση χρέους του ευρωπαϊκού Νότου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί είτε με την έκδοση ευρωομολόγου είτε με την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της ΕΚΤ, ούτως ώστε να μπορεί να δανείζει απευθείας τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με χαμηλό επιτόκιο, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να κινείται περί το 1,50%. Αρνητικά, διότι μπορεί να διαμορφώσει προβλήματα στο υπόλοιπο της δανειοδότησης της χώρας μας από την Ιταλία, στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης Ελλάδας - χωρών Ευρωζώνης, η οποία, σημειωτέον, δεν έχει καν κυρωθεί από τη Βουλή.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα, στο πλαίσιο της εν λόγω δανειακής σύμβασης, ύψους 80 δις ευρώ, η Ιταλία συμμετέχει με δανεισμό ύψους 14,7 δις ευρώ. Μετά τις τέσσερις πρώτες δόσεις, η χώρα μας έχει δανειοδοτηθεί από την Ιταλία με το ποσό των 7,8 δις ευρώ.
Η δανειοδότηση της χώρας μας από τις χώρες της Ευρωζώνης κατά το προηγούμενο διάστημα ήταν ιδιαίτερα εύκολη, καθώς αυτές μπορούσαν να δανειστούν με χαμηλά επιτόκια από τις αγορές και στη συνέχεια να δανείζουν τη χώρα μας με επιτόκιο περί το 5% για δάνεια τριετούς διάρκειας και περί το 6% για δάνεια άνω της τριετίας. Ταυτόχρονα, κάθε κράτος της Ευρωζώνης εισέπραττε από τη χώρα μας και προμήθεια 0,5% επί του κεφαλαίου για δήθεν λειτουργικά έξοδα. Έτσι, η Ιταλία, πέραν των τόκων που της αναλογούν, έχει ήδη εισπράξει από τη χώρα μας μέχρι στιγμής προμήθειες ύψους τουλάχιστον 390 εκατ. ευρώ.
Με την άνοδο, όμως, των επιτοκίων δανεισμού της Ιταλίας είναι προφανές ότι η Ρώμη βρίσκεται πλέον σε δύσκολη θέση να δανείσει την Αθήνα. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με την Ισπανία. Τι πρόκειται, λοιπόν, να συμβεί;
Η δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης στηρίζεται σε διμερή δάνεια, τα οποία χορηγούν στην Αθήνα οι παραπάνω δανειστές. Οι σχέσεις των πιστωτών μεταξύ τους ρυθμίζονται με χωριστή Σύμβαση, τη Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών. Στο πλαίσιο αυτό, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα κάθε δανειστή είναι ατομικά και η αδυναμία ενός δανειστή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως έχει συμβεί ήδη με τη Σλοβακία, δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις των υπολοίπων δανειστών.
Ταυτόχρονα, κάθε δανειστής μπορεί να αυξήσει, να ακυρώσει ή να μειώσει τα ποσά που θα δανείσει.
Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, τα μελλοντικά δάνεια της Ιταλίας, της Ισπανίας κ.λπ. προς την Ελλάδα είτε θα συμπληρωθούν από άλλους ισχυρότερους δανειστές είτε δεν θα δοθούν καθόλου.
Κι αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο θα έπρεπε ήδη να απασχολεί σοβαρά την ελληνική πλευρά, αφού, όπως έχουμε τονίσει ήδη σε προγενέστερα άρθρα μας στα «Επίκαιρα», αποδεικνύεται ότι τα δάνεια της Ευρωζώνης δεν είναι κλειδωμένα και σίγουρα διαθέσιμα για την Ελλάδα, ακόμη κι αν η χώρα μας εφαρμόσει πλήρως όλους τους όρους του Μνημονίου.
Ταυτόχρονα, ενώ, σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης, ως δανειστές εμφανίζονται όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, στην πορεία μπορεί αυτές να υποκατασταθούν από μία ή δύο χώρες της Ευρωζώνης, δηλαδή το γαλλογερμανικό άξονα, γεγονός που σημαίνει αύξηση της εξάρτησης της χώρας, μια και η Αθήνα θα οφείλει σχεδόν όλα τα χρέη της σε Παρίσι και Βερολίνο.
Δεν αποκλείεται, δε, από τη δανειακή σύμβαση να απομείνει στο τέλος ένας μόνος δανειστής, δηλαδή η Γερμανία, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, δεδομένου ότι η εν λόγω δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης προβλέπει, πέραν των άλλων, και την παραίτηση της χώρας μας από την ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 14/7/11